-
1 τελευτή
A completion, accomplishment, τελευτὴν ποιῆσαι [γάμου] accomplish, Od.1.249, 16.126;κραίνειν τελευτὰν γάμου Pi.P.9.66
; τ. νόστου ib.1.35;οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τ. τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι Il.9.625
.2 event, issue,δεῖξεν πᾶσαν τ. πράγματος Pi.O.13.75
, cf. Thgn.1075; γάμου πικραὶ τ. A.Ag. 745 (lyr.);τ. πρευμενεῖς κτίσαι Id.Supp. 138
(lyr.); (troch.);κακοῦ θυμοῦ τ... κακὴ προσγίγνεται S.OC 1198
.3 termination, end, οὐδέ τις ἦν ἔριδος λύσις οὐδὲ τ. Hes.Th. 637;μή μ' ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τ. τῆς ὁδοῦ Ar.Lys. 294
(lyr.);ἡ τ. τοῦ πολέμου Th.1.13
; ;τελευτὴν ἔχειν Pl.Lg. 782a
.4 esp. βιότοιο τ. Il.7.104, 16.787;βίου Hdt.1.30
, 31, cf. And.4.24;τ. τοῦ βίου τελεῖν S.Tr.79
;ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου Pl.Grg. 516a
.b freq. without βίου, the end of life, death, Pi.O.5.22, Pl.Phd. 118, etc.;τ. ὑστάτη S.Tr. 1256
; τελευτῆς λαχεῖν, τυχεῖν, Th.2.44, X.HG4.4.6;τ. δοῦναι Id.Cyr.8.7.3
; periphr., θανάτοιο τ. the end that is death, Hes.Sc. 357, cf.τέλος 1.4
;τῆς γηραιοῦ τ. προαποθνῄσκειν Antipho 4.1.2
.5 with Preps., in adv. sense, at the end, at last,h.Hom.
7.29, Hes.Op. 333, Thgn.201, S.OC 1223 (lyr.);ἐπὶ τελευτῆς Pl.Phdr. 267d
, etc.;ἐν τελευτᾷ Pi.O.7.26
, A.Th. 936 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελευτή
-
2 κατάστασις
I trans., settlement, establishment, institution,χορῶν A.Ag.23
, cf. Ar. Th. 958;πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188
; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2
, etc.;αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d
.b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.5 pleading of a case,τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55
(iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2
; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.6 settling, quieting, calming,εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27
; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.) ;πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d
;κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e
; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34
.8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.II intr., standing firm, settled condition, fixedness,κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247
.2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83
;ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495
; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15
;ἀέρος Thphr.HP8.8.7
;λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1
, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4
;κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4
; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;κ. κακῶν E.Hipp. 1296
; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b
;οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7
; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.3 settled order or method, system,ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278
; esp. of political constitutions,ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173
;Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92
.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c
;κ. πολιτείας Id.Lg. 832d
, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55
, cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741
([place name] Aphrodisias);ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b
.5 Gramm., construction,ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3
(but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις
См. также в других словарях:
λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek